- βλάμμα
- βλάμμα, ατος, τό,A = βλάβη, opp. ὠφέλημα, Chrysipp.Stoic.3.71 (pl.), Phld.Rh.1.215 S.(pl.).; expl. of σίνος, Gal.18(2).445.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βλάμμα — βλάμμα, το (Α) [βλάπτω] η βλάβη … Dictionary of Greek
βλάμμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαμμάτων — βλάμμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάμματα — βλάμμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάμματι — βλάμμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek